- ρεμπεσκές
- ο, Ν1. αυτός που αποφεύγει τη δουλεία και τον κόπο, φυγόπονος2. ανεπρόκοπος, τεμπέλης3. αλήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης προέλευσης. Κατά μία ελάχιστα πιθανή άποψη < αλβ. rrebesh «ατύχημα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμπεσκές — ο (λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)